συνοδεύω — travel in company pres subj act 1st sg συνοδεύω travel in company pres ind act 1st sg συνοδεύω travel in company pres subj act 1st sg συνοδεύω travel in company pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδεύω — συνοδεύω, συνόδεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνοδεύω — εψα και ευσα, εύτηκα, ευμένος 1. πηγαίνω με κάποιον κάπου: Με συνόδεψε ως το σπίτι μου. 2. ακολουθώ κάτι, γίνομαι μαζί μ αυτό: Την αμάθεια και τη φτώχεια τη συνοδεύει η ηθική εξαθλίωση. – Ο σεισμός συνοδεύεται από μια τρομακτική βουή. 3. ενώ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνοδεύω — ΝΜΑ [ὁδεύω] 1. βαδίζω μαζί με κάποιον, διανύω απόσταση μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι (α. «μαζί να συνοδέψου», Ερωτόκρ. β. «οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεσαν ἐνεοί», ΚΔ γ. «οἱ δὲ φίλοι συνώδευον ἵπποις χρώμενοι», Πλούτ.) 2. (το παθ.)… … Dictionary of Greek
συνοδεύσουσι — συνοδεύω travel in company aor subj act 3rd pl (epic) συνοδεύω travel in company fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνοδεύω travel in company fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) συνοδεύω travel in company aor subj act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδεύσω — συνοδεύω travel in company aor subj act 1st sg συνοδεύω travel in company fut ind act 1st sg συνοδεύω travel in company aor subj act 1st sg συνοδεύω travel in company fut ind act 1st sg συνοδεύω travel in company aor ind mid 2nd sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδεύῃ — συνοδεύω travel in company pres subj mp 2nd sg συνοδεύω travel in company pres ind mp 2nd sg συνοδεύω travel in company pres subj act 3rd sg συνοδεύω travel in company pres subj mp 2nd sg συνοδεύω travel in company pres ind mp 2nd sg συνοδεύω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδευσάντων — συνοδεύω travel in company aor part act masc/neut gen pl συνοδεύω travel in company aor imperat act 3rd pl συνοδεύω travel in company aor part act masc/neut gen pl συνοδεύω travel in company aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδευόντων — συνοδεύω travel in company pres part act masc/neut gen pl συνοδεύω travel in company pres imperat act 3rd pl συνοδεύω travel in company pres part act masc/neut gen pl συνοδεύω travel in company pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδεῦον — συνοδεύω travel in company pres part act masc voc sg συνοδεύω travel in company pres part act neut nom/voc/acc sg συνοδεύω travel in company pres part act masc voc sg συνοδεύω travel in company pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδεύει — συνοδεύω travel in company pres ind mp 2nd sg συνοδεύω travel in company pres ind act 3rd sg συνοδεύω travel in company pres ind mp 2nd sg συνοδεύω travel in company pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)